lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δονούμαι στα ουκρανικά

Λέξη:
δονούμαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
вражати, вразити, відступіть, дрижати, дрож, здригатись, здригатися, осколок, переляк, перелякати, скочити, стрибати, стрибнути, стрибок, тремтіти
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δονούμαι, δονούμαι στα ουκρανικά, вражати στα ελληνικά
δονούμαι στα ουκρανικά