lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ψήφος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ballot, poll, polling, suffrage, voice, vote, voting
ψήφος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hlas, hlasovat, hlasování, odhlasovat, volba, volit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abstimmen, abstimmung, laut, stimme, stimmen, votum
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
lyd, mæle, røgtning, røst, stemme, ton, valg
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sufragio, votación, votar, voto, voz
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dernier, parole, partie, scrutin, suffrage, ton, voix, votation, vote, voter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
elezione, modulare, scrutinio, voce, votare, votazione, voto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avstemning, lyd, mæle, røst, røsta, røstning, stemme, ton, valg
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
баллотирование, глас, голос, голосование
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avstämning, lyd, röst, rösta, röstning, stämma, ton, tonfall
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
галасаванне, голас, закрытое
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äänestys, äänestää
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glas
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szavazat, szavazás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
balsas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eleição, escrutínio, votar, voto, voz
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
vot
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
балотування, балотувати, відділ, відділення, голос, голосування, голосувати, дивізія, ділення, опитування, орган, поділ, проголосувати, розділ, розподіл
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
głos, głosowanie

Σχετικές λέξεις

ψήφος ετεροδημοτών, ψήφος εμπιστοσύνης, ψήφος αλευρά, ψήφος μεταναστών, ψήφος στις γυναίκες, ψήφος στα 16, ψήφος ετεροδημοτών 2014, ψήφος γυναικών στην ελλάδα, ψήφος ομογενών, ψήφος ετεροδημοτών στην αθήνα