lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσαρέσκεια στα ουκρανικά

Λέξη:
δυσαρέσκεια (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
брикати, брикатися, невдоволення, незадоволення, скарга
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δυσαρέσκεια, δυσαρέσκεια συνώνυμο, δυσαρέσκεια συνωνυμα, δυσαρέσκεια στα αγγλικα, δυσαρέσκεια ορισμόσ, δυσαρέσκεια in english, δυσαρέσκεια στα ουκρανικά, брикати στα ελληνικά
δυσαρέσκεια στα ουκρανικά