lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγχειρίδιο στα ουκρανικά

Λέξη:
εγχειρίδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
покірний, приборкати, приборкувати, приручити, підручник, рука, ручний, ручною, ручної, ручній, свійський
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εγχειρίδιο, εγχειρίδιο ποιότητας, εγχειρίδιο ερευνητικής εργασίας, εγχειρίδιο επιβίωσης ειδικών δυνάμεων, εγχειρίδιο διοικητικού δικαίου, εγχειρίδιο διαδικασιών διαχείρισης και ελέγχου συγχρηματοδοτούμενων πράξεων, εγχειρίδιο στα ουκρανικά, покірний στα ελληνικά
εγχειρίδιο στα ουκρανικά