lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελευθερία στα ουκρανικά

Λέξη:
ελευθερία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
воля, відділення, вільність, загін, звільнення, незалежність, простір, самостійність, свобода, свобода-а, широта
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ελευθερία, ελευθερία του τύπου, ελευθερία ρήγου, ελευθερία παντελιδάκη, ελευθερία λάρισας, ελευθερία καλαμάτας, ελευθερία στα ουκρανικά, воля στα ελληνικά
ελευθερία στα ουκρανικά