lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: λοξός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aslant, atilt, bevel, canting, chamfer, cross, diagonal, disingenuous, insincere, nondirective, oblique, obliquity, sidelong, skew, slant, slanted, slanting, two-faced, twofaced
λοξός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kosý, nakloněný, nepřímý, neupřímný, příčný, úkos, šikmost, šikmý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schief, schräg, unaufrichtig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
skrå
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desleal, doble, falso, insincero, oblicuo, sesgo, travieso
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
biais, dissimulateur, double, incliné, insincère, oblique, plâtré, transverse
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
obliquo, traverso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjev, skrå
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
косой, наклонный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skev, sned
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
косы, крывы, нахілены
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiero, viisto, vino
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kos
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ferde, indirekt
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descendente, doble, enviesado, falso, incinero, oblíqua
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
oblic
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
poševen
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
двозначно, косий, косоокий, косою, косої, похилий, схильний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nieszczery, skośny, ukośny

Σχετικές λέξεις

λοξός αστιγματισμός