lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελκυστικός στα ουκρανικά

Λέξη:
ελκυστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
апелювання, бажання, вабливий, гарний, заразний, магнітна, магнітний, привабливий, привабний, принадливий, принадний, приємний, розумний, смачний, чарівний, інфекційний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ελκυστικός, ελκυστικόσ άντρασ, ελκυστικός συνώνυμα, ελκυστικός προς το αντίθετον φύλον, ελκυστικός αντωνυμο, ελκυστικός στα ουκρανικά, апелювання στα ελληνικά
ελκυστικός στα ουκρανικά