lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελκυστικός στα τσεχική

Λέξη:
ελκυστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (18):
atraktivní, graciézní, lákavý, líbivý, milý, okouzlující, poutavý, přitažlivý, půvabný, rozkošný, roztomilý, sličný, spanilý, svůdný, vnadný, vábivý, vábný, čarovný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ελκυστικός, ελκυστικόσ άντρασ, ελκυστικός συνώνυμα, ελκυστικός προς το αντίθετον φύλον, ελκυστικός αντωνυμο, ελκυστικός στα τσεχική, atraktivní στα ελληνικά
ελκυστικός στα τσεχική