lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενοίκιο στα ουκρανικά

Λέξη:
ενοίκιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (24):
брати, везти, возити, відносити, візьміть, забирати, забрати, захоплювати, здавати, набувати, набути, наймання, найми, окупація, оренда, орендувати, придбати, приймати, прийняти, провести, проводити, сфотографувати, узяти, фотографувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ενοίκιο, ενοίκιο φορολογική δήλωση, ενοίκιο του σπιτιού, ενοίκιο ταξί, ενοίκιο που πληρώσατε για κύρια κατοικία της οικογένειας, ενοίκιο ξάνθη, ενοίκιο στα ουκρανικά, брати στα ελληνικά
ενοίκιο στα ουκρανικά