lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξατμίζομαι στα ουκρανικά

Λέξη:
εξατμίζομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
випаровувати, випаровуватися, випаруйтеся, випарюватися
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εξατμίζομαι, εξατμίζομαι στα ουκρανικά, випаровувати στα ελληνικά
εξατμίζομαι στα ουκρανικά