lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτάχυνση στα ουκρανικά

Λέξη:
επιτάχυνση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
навальність, пожвавлення, прискорення, пришвидшення, скочити, стрибати, стрибнути, стрибок
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επιτάχυνση, επιτάχυνση υπολογιστή, επιτάχυνση υλικού windows 7, επιτάχυνση τύπος, επιτάχυνση της βαρύτητας στη σελήνη, επιτάχυνση σεισμού κεφαλονιάς, επιτάχυνση στα ουκρανικά, навальність στα ελληνικά
επιτάχυνση στα ουκρανικά