lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θανάσιμος στα ουκρανικά

Λέξη:
θανάσιμος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
вмирущий, земля-внесений, смертний, дикий, згубний, неминучий, смертельний, фатальний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά θανάσιμος, θανάσιμοσ επισκέπτησ, θανάσιμος τραυματισμός στρατιώτη, θανάσιμος τραυματισμός στελέχους του πν, θανάσιμος τραυματισμός 65χρονου στη νάξο, θανάσιμος παραμύθι lyrics, θανάσιμος στα ουκρανικά, вмирущий στα ελληνικά
θανάσιμος στα ουκρανικά