lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ισοζύγιο στα ουκρανικά

Λέξη:
ισοζύγιο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
вага, вагу, важкість, відання, влада, повноваження
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ισοζύγιο, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ττε, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών 2013, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών 2012, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων, ισοζύγιο στα ουκρανικά, вага στα ελληνικά
ισοζύγιο στα ουκρανικά