lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κίνητρο στα ουκρανικά

Λέξη:
κίνητρο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
імпульс, мотив, мотивація, підбурювання, поштовх, спонука, спонукання, стимул, штовхан
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κίνητρο, κίνητρο συνωνυμο, κίνητρο στην εκπαίδευση, κίνητρο επίτευξησ δημοσιονομικών στόχων, κίνητρο επίτευξης στόχων, κίνητρο επίτευξης, κίνητρο στα ουκρανικά, імпульс στα ελληνικά
κίνητρο στα ουκρανικά