lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καίω στα ουκρανικά

Λέξη:
καίω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
висушіть, горіти, дезинфікуйте, засмажити, згоріти, курити, кусати, кусатися, опік, палати, палити, підпалити, підпалювати, смажити, смажтеся, спалити, спалювати, укус, укусити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καίω, καλω κλίση, καίω φλάντζα, καίω φασκόμηλο, καίω συνώνυμα, καίω ονειροκρίτης, καίω στα ουκρανικά, висушіть στα ελληνικά
καίω στα ουκρανικά