lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρφί στα ουκρανικά

Λέξη:
καρφί (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
гвіздок, цвях, ніготь
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καρφί, καρφί(σαν κάτι να σε καίει) - σωκράτης μάλαμας, καρφί ψωρίαση, καρφί του σαββατοκύριακου, καρφί του πωγωνίου, καρφί στα αρχαία, καρφί στα ουκρανικά, гвіздок στα ελληνικά
καρφί στα ουκρανικά