lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταστολή στα ουκρανικά

Λέξη:
καταστολή (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καταστολή, καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματοσ, καταστολή συνώνυμα, καταστολή στην εντατική, καταστολή στη μεθ, καταστολή σμηνουργίας, καταστολή στα ουκρανικά, репресія στα ελληνικά
καταστολή στα ουκρανικά