lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατηγορώ στα ουκρανικά

Λέξη:
κατηγορώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (27):
викласти, виріб, денонсувати, донести, донесіть, доносити, застелити, звинуватити, звинувачувати, звинувачуйте, класти, накривати, накрити, обвинуватити, обвинуватьте, обвинувачувати, параграф, покладати, покласти, положення, положити, постелити, предмет, пункт, річ, стаття, стелити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κατηγορώ, κατηγορώ τους δυνατούς, κατηγορώ τους ανθρώπους (1966), κατηγορώ τους ανθρώπους, κατηγορώ του ζολά, κατηγορώ το κορμί μου, κατηγορώ στα ουκρανικά, викласти στα ελληνικά
κατηγορώ στα ουκρανικά