lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλίμακα στα ουκρανικά

Λέξη:
κλίμακα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (30):
бескид, гама, гойдати, гойдатися, градація, діапазон, каміння, камінь, коливати, коливатися, колисати, колихати, колихатися, луска, лущити, лущитися, масштаб, межа, межі, обсяг, порода, піднятися, підніматися, розмах, розмір, рубець, стрімчак, ступінь, шкала, шрам
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κλίμακα, κλίμακα φορολογίας εισοδήματος 2014, κλίμακα φορολογίας εισοδήματος 2013, κλίμακα ρίχτερ, κλίμακα μποφόρ, κλίμακα μκο, κλίμακα στα ουκρανικά, бескид στα ελληνικά
κλίμακα στα ουκρανικά