lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόλλα στα ουκρανικά

Λέξη:
κόλλα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
клей, гума, гумка, клеїти, приклеїти, склеїти, ясна
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κόλλα, κόλλα χαρτί, κόλλα σιλικόνης, κόλλα πολυουρεθάνης, κόλλα κρέατος, κόλλα για ύφασμα, κόλλα στα ουκρανικά, клей στα ελληνικά
κόλλα στα ουκρανικά