lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κατεβαίνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alight, concur, curdle, descend, disembark, dismount
κατεβαίνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
klesat, sejmout, sejít, sestoupit, sestupovat, sjet
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
absteigen, abtreten, abzusteigen, aufgegangen, aussteigen, auszusteigen, gerinnen, herabsteigen, heruntersteigen, herunterzusteigen, hinabsteigen, hinuntergehen, zusammenkommen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
oste, tykne
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apearse, bajar, descender, patear
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
crémer, descendre, droite, grumeler, redescendre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calare, discendere, scendere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oste, tykne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
высаживать, исходить, спускать, сходить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tykne
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbres
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
аблазіць, злазіць, пускаць, схадзіць, сходзіць, сыходзіць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alentua, aleta, laskeutua
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
silaziti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kiszállni, lemenni, leszállni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descender, descer, visitar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вийти, запалений, злущуватися, лузатися, лушпайка, лущитися, облуплюватися, освітлений, почистити, спускатися, спуститися, спустіться, сходити, трясовина, чистити, шкаралупа, шкурка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
schodzić, wysiadać, zsiadać

Σχετικές λέξεις

κατεβαίνω συνώνυμα, κατεβαίνω προστακτική, κατεβαίνω προστακτική ενεστώτα, κατεβαίνω ονειροκρίτης, κατεβαίνω ιταλικά, κατεβαίνω κλίση, δεν κατεβαίνω, ανεβαίνω κατεβαίνω