lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λάμπα στα ουκρανικά

Λέξη:
λάμπα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
вогник, запалити, запалювати, засвітити, лампа, легкий, освітити, світлий, світло
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά λάμπα, λάμπα φθορισμού, λάμπα υπερύθρων, λάμπα πυρακτώσεως, λάμπα πετρελαίου, λάμπα θυέλλης, λάμπα στα ουκρανικά, вогник στα ελληνικά
λάμπα στα ουκρανικά