lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λοξός στα ουκρανικά

Λέξη:
λοξός (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
двозначно, косий, косої, косоокий, косою, похилий, схильний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά λοξός, λοξός στα ουκρανικά, двозначно στα ελληνικά
λοξός στα ουκρανικά