lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειώνω στα ιταλικά

Λέξη:
μειώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (12):
affievolire, allentare, annacquare, attenuare, debilitare, diminuire, fiaccare, indebolire, infiacchire, ridurre, rimpicciolire, scemare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά μειώνω, μειώνω συνώνυμα, μειώνω στα γαλλικά, μειώνω στα αγγλικά, μειώνω μετάφραση, μειώνω επαναχρησιμοποιώ ανακυκλώνω, μειώνω στα ιταλικά, affievolire στα ελληνικά
μειώνω στα ιταλικά