lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαλλιαρός στα ουκρανικά

Λέξη:
μαλλιαρός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
волосатий, кошлатий, кудлатий, розірваний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μαλλιαρός, χρήστος μαλλιαρός, φραγκίσκος μαλλιαρός, μαλλιαρόσ νίκοσ, μαλλιαρόσ καρδιολόγοσ μυτιλήνη, μαλλιαρός μόρια, μαλλιαρός στα ουκρανικά, волосатий στα ελληνικά
μαλλιαρός στα ουκρανικά