lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαϊντανός στα ουκρανικά

Λέξη:
μαϊντανός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
відштампувати, закомпостувати, компостувати, петрушка, штамп, штампувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μαϊντανός, μαϊντανός σπορά, μαϊντανός σε γλάστρα, μαϊντανός νεφρά, μαϊντανός καλλιέργεια, μαϊντανός και νεφρά, μαϊντανός στα ουκρανικά, відштампувати στα ελληνικά
μαϊντανός στα ουκρανικά