lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μισώ στα ουκρανικά

Λέξη:
μισώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
ненавидіти, ненавидьте
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μισώ, μισώ τους γονείς μου, μισώ τους αδιάφορους, μισώ τον εαυτό μου, μισώ τον ήλιο που βγαίνει για όλους, μισώ τον άντρα μου, μισώ στα ουκρανικά, ненавидіти στα ελληνικά
μισώ στα ουκρανικά