lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: στήθος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bosom, bosoms, breast, bust, chest, mamma
στήθος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
busta, bysta, hrudník, hruď, lůno, poprsí, prs, prsa, srdce, záňadří, ňadra, ňadro
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brust, brustkasten, busen, büste
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
barm, bryst, brystkasse, brøst
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mama., pechera, pecho, pechuga, seno
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
buste, corsage, estomac, hampe, mamelle, nichon, néné, poitevin, poitrail, poitrine, sein, seins, thorax, tétin, téton
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mammella, petto, poppa, seno, tetta, torace
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
barm, bryst, brystkasse, brøst
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бюст, грудь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
barm, bröst, byst
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bust, gji, sisë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бюст, гърда
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бюст, грудзi
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
rind
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
helma, nisä, povi, rinta, ryntäät
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grudi, njedra
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kebel, mell, mellkas, szügy
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
krūtinė, krūtis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
busto, colo, feito, mama, pechada, peito, seio, seno, teta, tórax
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
piept, sân
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
dojka, prsi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бюст, груди, погруддя
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
biust, pierś

Σχετικές λέξεις

στήθος κοτόπουλο, στήθος κοτόπουλο θερμίδες, στήθος γυναίκας, στήθος γαλοπούλας, στήθος κοτόπουλο συνταγή, στήθος κοτόπουλο στο τηγάνι, στήθος κοτόπουλο βραστό, στήθος εγκυμοσύνη, στήθος γαλοπούλα, στήθος και εγκυμοσύνη