lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μοχλός στα ουκρανικά

Λέξη:
μοχλός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
важіль, вантажник, вудка, вудочка, джек, дрючок, кадри, палиця, персонал, прут, стержень, стрижень, хлопець, ціпок, штат, штатний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μοχλός, μοχλόσ ταχυτήτων, μοχλόσ κρήτη, μοχλόσ english, μοχλός συνώνυμο, μοχλός πρώτου είδους, μοχλός στα ουκρανικά, важіль στα ελληνικά
μοχλός στα ουκρανικά