lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μποτιλιάρισμα στα ουκρανικά

Λέξη:
μποτιλιάρισμα (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
кран, плавка, пробка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μποτιλιάρισμα, μποτιλιάρισμα συνώνυμα, μποτιλιάρισμα στους ουρανούς απίστευτο βίντεο με την εναέρια κυκλοφορία, μποτιλιάρισμα θεσσαλονίκη, μποτιλιάρισμα στα ουκρανικά, кран στα ελληνικά
μποτιλιάρισμα στα ουκρανικά