lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπουφές στα ουκρανικά

Λέξη:
μπουφές (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
адвокатура, бар, брусок, буфет, заборонити, забороняти, зливок, ляпас, перегороджувати, перегородити, плитка, сервант, смуга, стусан, удар, шафа, їдальня
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μπουφές, μπουφές συνταγές, μπουφές πατίνα, μπουφές πάρτυ, μπουφές με finger food, μπουφές ικεα, μπουφές στα ουκρανικά, адвокатура στα ελληνικά
μπουφές στα ουκρανικά