lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νέος στα ουκρανικά

Λέξη:
νέος (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
весняний, дитячий, замолодий, молодий, молодою, молодої, молодій, незвичний, незнайомий, незрілий, новий, новітній, ніжний, оновлений, пропозиція, свіжий, соковитий, сучасний, юнацький, юний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά νέος, νεος κωδικας δικηγόρων, νέος φορολογικός νόμος 2014, νέος οικοδομικός κανονισμός, νέος νόμος για μισθώσεις, νέος μεταναστευτικός κώδικας, νέος στα ουκρανικά, весняний στα ελληνικά
νέος στα ουκρανικά