lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νέος στα πορτογαλικά

Λέξη:
νέος (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (4):
jovem, menino, novo, verde
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά νέος, νεος κωδικας δικηγόρων, νέος φορολογικός νόμος 2014, νέος οικοδομικός κανονισμός, νέος νόμος για μισθώσεις, νέος μεταναστευτικός κώδικας, νέος στα πορτογαλικά, jovem στα ελληνικά
νέος στα πορτογαλικά