lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντροπή στα ουκρανικά

Λέξη:
ντροπή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
безчестя, ненависть, обмова, образа, опала, пляма, сором
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ντροπή, ντροπή συνώνυμα, ντροπή στην καπνοβιομηχανία ''καρέλια'', ντροπή σου στίχοι, ντροπή σου βίκυ χατζηβασιλείου, ντροπή σου, ντροπή στα ουκρανικά, безчестя στα ελληνικά
ντροπή στα ουκρανικά