lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αγκάλιασμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clutch, embrace, grasp, grip, handshake, hug, squeeze, wring
αγκάλιασμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mačkání, objetí, sevření, stisk, stisknutí, svorka
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
druck, umarmung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hold, kram, omfavnelse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abrazo, apretón
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accolade, embrassade, embrassement, enlacement, serrement, shake-hand, étreinte
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbraccio, amplesso, stretta
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
famn, famna, grep, hold, kram, krama, omfamna, omfamning, omfatta, omfavnelse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
объятие, пожатие
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
famn, famna, kram, krama, omfamna, omfamning, omfatta
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абдымкі
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kézfogás, kézszorítás, átkarolás, ölelés
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abraço, aperto
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обійми, пригорніться
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
uścisk

Σχετικές λέξεις

αγκάλιασμα ονειροκρίτης