lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξερός στα ουκρανικά

Λέξη:
ξερός (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (31):
безводний, безплідний, безсердечний, витончений, віддалений, далекий, красивий, марний, невдалий, неплідний, неродючий, пеня, пильний, подрібнений, посушливий, прекрасний, прекрасно, прохолодний, сухий, сухою, сухої, сухій, тонкий, хирлявий, холодний, хороший, худий, чудовий, чудово, штраф, штрафувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ξερός, ξηρός ξερός, ξηρός λαιμός, ξηρός βήχας, ξερόσ καπνόσ, ξερός συνόνυμα, ξερός στα ουκρανικά, безводний στα ελληνικά
ξερός στα ουκρανικά