lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πίεση στα ουκρανικά

Λέξη:
πίεση (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
акцент, акцентувати, гноблення, наголос, напруга, напруження, напруженість, натиск, натискування, пригноблення, пригнічення, пригнічування, примус, підкреслити, підкреслювати, силування, стрес, тиск, тиснення
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πίεση, πίεση τιμές, πίεση συμπτώματα, πίεση στο κεφάλι, πίεση στα αυτιά, πίεση ματιών, πίεση στα ουκρανικά, акцент στα ελληνικά
πίεση στα ουκρανικά