lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παραλήπτης στα ουκρανικά

Λέξη:
παραλήπτης (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
користувач, наймач, одержувач, роботодавець, споживач, споживчий, трубка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά παραλήπτης, παραλήπτης στα αγγλικα, παραλήπτης μετάφραση, παραλήπτης διαχειριστής, παραλήπτης αποστολεας φακελος, παραλήπτης αποστολέας, παραλήπτης στα ουκρανικά, користувач στα ελληνικά
παραλήπτης στα ουκρανικά