lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πηδάλιο στα ουκρανικά

Λέξη:
πηδάλιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
кермо, руль, стерно, штурвал
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πηδάλιο, πρυμναίο πηδάλιο, πηδάλιο της εκκλησίας, πηδάλιο πλοίου, πηδάλιο ορισμός, πηδάλιο κανών θ, πηδάλιο στα ουκρανικά, кермо στα ελληνικά
πηδάλιο στα ουκρανικά