lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιάτο στα ουκρανικά

Λέξη:
πιάτο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
безлад, безладдя, блюдо, зіпсувати, каша, мішанина, нелад, посуд, псувати, розгардіяш, страва, страву, тарілка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πιάτο, πιάτο ψυρρή, πιάτο χαλκιδα, πιάτο φασολάδα θερμίδες, πιάτο υγιεινής διατροφής, πιάτο τυριών, πιάτο στα ουκρανικά, безлад στα ελληνικά
πιάτο στα ουκρανικά