lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιάτο στα δανική

Λέξη:
πιάτο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
beholder, fad, fat, gryde, kande, kar, potte, skib, skip, spise, suppetallerken, tallerken
Σχετικές λέξεις:
δανική πιάτο, πιάτο ψυρρή, πιάτο χαλκιδα, πιάτο φασολάδα θερμίδες, πιάτο υγιεινής διατροφής, πιάτο τυριών, πιάτο στα δανική, beholder στα ελληνικά
πιάτο στα δανική