lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιστωτής στα ουκρανικά

Λέξη:
πιστωτής (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
кредитор, позикодавець
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πιστωτής, πτωχευτικόσ πιστωτήσ, πιστωτής συνώνυμο, ομαδικόσ πιστωτήσ, ενέγγυος πιστωτής, πιστωτής στα ουκρανικά, кредитор στα ελληνικά
πιστωτής στα ουκρανικά