lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλούτη στα ουκρανικά

Λέξη:
πλούτη (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
багатство, вагітність, долар, достаток, значити, надмірність, означати, підлий, родючість, розкіш, середина, середній
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πλούτη, πλούτη στα ουκρανικά, багатство στα ελληνικά
πλούτη στα ουκρανικά