lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρήξιμο στα ουκρανικά

Λέξη:
πρήξιμο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
гуля, залозка, збільшення, зростання, зіткнення, опухання, пухлина, пухлину, піднесення, розбухати, розбухнути, розтягнення, ріст, сутичка, ударити, ударитися, штовхати, штовхнути
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πρήξιμο, πρήξιμο στο γόνατο, πρήξιμο στην κοιλιά, πρήξιμο στα χείλη, πρήξιμο στα χέρια, πρήξιμο στα πόδια, πρήξιμο στα ουκρανικά, гуля στα ελληνικά
πρήξιμο στα ουκρανικά