lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στόμα στα πορτογαλικά

Λέξη:
στόμα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
beijar, beijo, boca, cara, desembocadura, embocadura, foz, pesar, rosto, sucumbir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά στόμα, στόμα του λύκου, στόμα τησ αλήθειασ, στόμα στεγνό, στόμα σκύλου, στόμα ραψε, στόμα στα πορτογαλικά, beijar στα ελληνικά
στόμα στα πορτογαλικά