lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ρίξιμο στα ουκρανικά

Λέξη:
ρίξιμο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (35):
боязкий, висота, виступ, вкидати, вкинути, закинути, кидати, кидатися, кидок, кинути, кинутися, крикун, линути, метання, метати, метнути, муляж, мчати, мчатися, натиск, нахил, падіння, полохливий, помчати, похваляння, проект, проектування, проекція, розташовувати, розташувати, соромливий, спішний, схил, шелестіти, шина
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ρίξιμο, ρίξιμο χαρτιών με απλή τράπουλα, ρίξιμο χαρτιών κατίνας, ρίξιμο χαρτιών για ερωτευμένους, ρίξιμο χαρτιών online, ρίξιμο χαρτιών, ρίξιμο στα ουκρανικά, боязкий στα ελληνικά
ρίξιμο στα ουκρανικά