lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ρουχισμός στα ουκρανικά

Λέξη:
ρουχισμός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (27):
вбрання, вклад, гардероб, замовлення, збори, зовнішність, костюм, наказ, наряд, наряд-замовлення, носити, одежа, одяг, одягатися, одягнений, одіж, ордер, ордерний, плаття, стиль, убрання, фіга, шафа, інвестиційний, інвестиція, інвестиції, інжир
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ρουχισμός, ρουχισμός σκι, ρουχισμός ποδηλασίας, ρουχισμός ποδηλάτου, ρουχισμός μοτοσυκλέτας, ρουχισμός ιστιοπλοιας, ρουχισμός στα ουκρανικά, вбрання στα ελληνικά
ρουχισμός στα ουκρανικά