lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκαλωσιά στα ουκρανικά

Λέξη:
σκαλωσιά (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
атом, граблі, каркас, колектив, корпус, кістяк, лушпина, матеріал, обрамлення, орган, організація, ост, остов, остів, рама, рамки, скелет, тканина, труп, туди, тулуб, тіло
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σκαλωσιά, σκαλωσιά τιμή, σκαλωσιά παραλία, σκαλωσιά μπαλκονιού, σκαλωσιά μάθησης, σκαλωσιά λουτράκι, σκαλωσιά στα ουκρανικά, атом στα ελληνικά
σκαλωσιά στα ουκρανικά