lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υπογράφω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
autograph, sign, subscribe, underwrite
υπογράφω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
podepsat, předplatit, subskribovat, upsat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterschreiben, unterzeichnen, zeichnen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bevis, signere, underskrive, undertegne, vink
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
firmar, signar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
signer, souscrire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
firmare, sottoscrivere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bevis, signere, skylt, underskrive, undertegne, vink
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подписывать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bevis, skylt, tecken, teckna, underteckna, vink
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
падпісвацца, падпісваць
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
aláírni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assinar, firmar, subscrever
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
передплатити, передплачувати, підписати, підписатися, підписувати, підписуватись, підписуватися, підпишіться
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
podpisywać

Σχετικές λέξεις

υπογράφω αόριστοσ, υπογράφω προστακτική, υπογράφω κλίση, υποφέρω συνώνυμα, υπογράφω υπογράφεις, υπογράφω εν λευκώ, υπογράφω λεξικο, στο υπογράφω, πωσ υπογράφω