lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σπαταλώ στα ουκρανικά

Λέξη:
σπαταλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
марнувати, розганяти, розкидайте, розкидати, розпорошити, розпорошувати, розсівати, розсійтеся, розсіяти, розігнати, споживати, спожити, чахніть
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σπαταλώ, σπαταλώ χρόνο, σπαταλώ συνώνυμα, σπαταλώ συνωνυμο, σπαταλώ στα ουκρανικά, марнувати στα ελληνικά
σπαταλώ στα ουκρανικά